συγκελεύω

συγκελεύω
Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κελεύω «προστάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυγκελευομένῳ — συγκελεύω join in ordering pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκελεύων — συγκελεύω join in ordering pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεκέλευε — συγκελεύω join in ordering imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”